- ράκος
- τό1) тряпка; 2) πλ. лохмотья, лоскутья, тряпьё, ветошь; 3) перен. павший духом, сломленный человек;
§ ράκη φράσεων — набор слов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ράκη φράσεων — набор слов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥάκος — ragged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ράκος — το ους, πληθ. η, ών 1. ρούχο φθαρμένο και ξεσκισμένο, κουρέλι: Το σακάκι που φορούσε ήταν ράκος. 2. άνθρωπος σε σωματική ή ηθική κατάπτωση: Όταν μετά το επεισόδιο τονσυνάντησα, ήταν ράκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥάκει — ῥάκος ragged neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥάκεϊ , ῥάκος ragged neut dat sg (epic ionic) ῥάκος ragged neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάκη — ῥάκος ragged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥάκος ragged neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακέεσσι — ῥάκος ragged neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακέων — ῥάκος ragged neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακῶν — ῥάκος ragged neut gen pl (attic epic doric) ῥακόω become ragged pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥακόω become ragged pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ῥακόω become ragged pres part act masc nom sg ῥακόω become ragged pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάκεα — ῥάκος ragged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάκεος — ῥάκος ragged neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάκεσι — ῥάκος ragged neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)